Ρύπας

Ρύπας
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην Αρκαδία) «τοὺς Ἀχαιούς».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥύπας — ῥύπᾱς , ῥυπάω to be filthy imperf ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκχερσώνω — και εκχερσώ ( όω) (Μ ἐκχεσῶ) 1. κάνω τη χέρσα γη καλλιεργήσιμη, τήν απαλλάσω από πέτρες, θάμνους κ.λπ. 2. μτφ. («τὰς ἀκανθώδεις ῥύπας [τῆς ψυχῆς] ἐξεχέρσωσας», Γ. Πισίδ.) 3. μέσ. ξηραίνομαι («εξεχερσώθη ο κήπος», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”